- σύαγχος
- σύ-αγχος, Schweine würgend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σύαγχος — ον, Α 1. αυτός που πνίγει χοίρους 2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥίζα, ἐν ᾗ οἱ συς θηρεύονται». [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος» + αγχος (< ἄγχω «πνίγω»), πρβλ. κύν αγχος] … Dictionary of Greek